- στολίζω
- ΝΜΑ [στόλος / στολή]1. διακοσμώ, κοσμώ, καλλωπίζω, ντύνω με ωραία ενδύματα και κοσμήματα (α. «στολίζουν τη νύφη» β. «νέον τινὰ στολίσαντες ὡς κόρην», Τζέτζ.γ. «τὸ ἀγαλμάτιον στολίζουσι καὶ κοσμοῡσι», Πλούτ.)2. (το μεσοπαθ.)στολίζομαια) φορώ πολυτελή ενδυμασία ή φέρω επίσημη διακόσμηση (α. «ήλθαν στολισμένες σαν πριγκιπέσσες» β. «ἐστολισμένος τὴν βασιλικὴν στολήν», ΠΔγ. «νῆες σημείοισιν ἐστολισμέναι», Ευρ.)β) μτφ. φέρω, έχω ή αποκτώ κάτι το όμορφο ή καλό (α. «πολλά είναι τα προτερήματα που τόν στολίζουν» β. «με τη δική μου λεβεντιά να στολιστείς γυρεύεις;», δημ. τραγούδιγ. «λευκὴν ἄνωθεν ἐλπίδα στολίζεται», Ανθ. Παλ.)νεοελλ.1. μτφ. διανθίζω («στόλισε τον λόγο του με φαιδρά ανέκδοτα»)2. φρ. «τόν στόλισα όπως τού έπρεπε» ή «τόν στόλισα για τα καλά»μτφ. τού τά είπα έξω απ' τα δόντια, τόν επιτίμησα, τού μίλησα με σκληρά λόγιααρχ.1. καταρτίζω, προετοιμάζω2. εξοπλίζω, αρματώνω («ἐστολισμένος δορί», Ευρ.)3. είμαι στολιστής*4. φρ. «στολίσας νηὸς πτερά» — αφού μάζεψε τα πανιά (Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.